Μπροστά σε μια σπουδαία ανακάλυψη βρέθηκαν αρχαιολόγοι ερευνητές στις Φιλιππίνες, οι οποίοι εντόπισαν δεκατρία απολιθωμένα οστά και δόντια τα οποία ανήκουν σε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος ανθρώπου. Η ανακάλυψη του νέου είδους «παρακλαδιού» του ανθρώπου, ανακοινώθηκε την Τετάρτη.
Τα λείψανα τουλάχιστον τριών ατόμων αυτού του είδους, που πιθανότατα ήταν μικρόσωμο αλλά παρουσίαζε μια απρόσμενη μίξη αρχαϊκών και σύγχρονων χαρακτηριστικών και ονομάστηκε Homo luzonensis, βρέθηκαν στο Σπήλαιο Καλάο, στο βόρειο τμήμα του νησιού Λουζόν.
Οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να αποσπάσουν DNA όμως μπόρεσαν να καθορίσουν ότι το ένα από τα τρία αυτά άτομα έζησε πριν από 67.000 χρόνια και τα άλλα πριν από περίπου 50.000 χρόνια.
Αυτή είναι η δεύτερη φορά από τις αρχές του 21ου αιώνα που ένα εξαφανισμένο πλέον μέλος της οικογένειας του ανθρώπου εντοπίζεται σε νησιά της νοτιοανατολικής Ασίας.
Το 2003 απολιθωμένα λείψανα ενός άλλου «νησιώτη», του Homo floresiensis –του αποκαλούμενου και «Χόμπιτ» λόγω του μικρού μεγέθους του – βρέθηκαν σε ένα σπήλαιο στο νησί Φλόρες της Ινδονησίας, που απέχει περίπου 3.000 χιλιόμετρα από το Λουζόν. Δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι τα δύο είδη είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους.
Ο Homo luzonensis δεν είναι άμεσος πρόγονος του σύγχρονου ανθρώπου. Ζούσε όμως την ίδια περίοδο με τον Χόμπιτ αλλά και με τον Homo sapiens, υποείδος του οποίου είναι ο άνθρωπος. Ο Homo sapiens ή «άνθρωπος ο σοφός» εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από περίπου 300.000 χρόνια.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι δεν μπορούν να αποκλείσουν την πιθανότητα η άφιξη του δικού μας είδους στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας να συνέβαλε στην εξαφάνιση του Homo luzonensis. Ο Χόμπιτ εξαφανίστηκε επίσης πριν από 50.000 χρόνια, την ίδια περίοδο που ο Homo sapiens εξαπλωνόταν στην περιοχή.
Οι ανακαλύψεις στα νησιά Λουζόν και Φλόρες αποδεικνύουν ότι η ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου είναι πολύ πιο περίπλοκη απ′ όσο πίστευαν μέχρι πρότινος οι ειδικοί. Οι ερευνητές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να βρεθούν και άλλες «εκπλήξεις» στην Ασία.
Ο άνθρωπος του Λουζόν
Οι επιστήμονες περιέγραψαν με μεγάλη επιφύλαξη την εξωτερική εμφάνιση και τη ζωή του Homo luzonensis. Κι αυτό γιατί έχουν στη διάθεσή τους μόνο ελάχιστα οστά από τα χέρια και τα πόδια καθώς και μερικά δόντια δύο ενηλίκων και ενός παιδιού, αφού δεν βρέθηκαν οστά κρανίων. Βασιζόμενοι κυρίως στο μέγεθος των δοντιών, πιθανολογούν ότι αυτός ο «εξάδελφος» ήταν πιο μικρόσωμος από τον Homo sapiens, αλλά είναι αδιευκρίνιστο αν προσέγγιζε το ύψος του Χόμπιτ, που μετά βίας έφτανε το 1 μέτρο.
«Θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί, ιδίως επειδή ο κόσμος θα φέρει στον νου του τον Homo floresiensis ως ”πρότυπο” για την εμφάνιση του Homo luzonensis, κάτι που ασφαλώς δεν συμβαίνει», είπε ο παλαιοανθρωπολόγος Φλοράν Ντετρουά, του Μουσείου του Ανθρώπους-Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού.
«Μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι ίσως να ήταν ένας πυγμαίος Homo sapiens», πρόσθεσε ο αρχαιολόγος Αρμάντ Μιζάρες, ο επικεφαλής των αρχαιολογικών ανασκαφών στο Καλάο.
Με βάση τα οστά ζώων που βρέθηκαν στην περιοχή, φαίνεται ότι αυτοί οι άνθρωποι έτρωγαν κρέας και ίσως να χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία, εξήγησε ο Ντετρουά.
Τα απολιθωμένα οστά από το σπήλαιο που βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς Σιέρα Μάντρε, παρουσιάζουν έναν συνδυασμό ανατομικών χαρακτηριστικών που κάνουν τον Homo luzonensis να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα είδη ανθρώπου. Ορισμένα χαρακτηριστικά είναι παρόμοια με αυτά του Homo sapiens και του Χόμπιτ. Αλλα ήταν τόσο αρχαϊκά που παρέπεμπαν στον Αυστραλοπίθηκο – έναν από τους παλαιότερους προγόνους του ανθρώπου που εξαφανίστηκε πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια – στον Homo habilis («άνθρωπος ο επιδέξιος», 2,3-1,4 εκατομμύρια χρόνια πριν) και στον Homo erectus («όρθιος άνθρωπος», 1,8-1,3 εκατομμύρια χρόνια πριν). «Κάποιος που φέρει συνδυαστικά αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κανένα από τα γνωστά είδη σήμερα», σημείωσε ο Γάλλος επιστήμονας.
«Για χρόνια –και μέχρι πριν από λιγότερα από 20 χρόνια – θεωρούσαμε την εξέλιξη του ανθρώπου στην Ασία πολύ απλή: ο Homo erectus ξεκινώντας από την Αφρική εγκαθίσταται στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία και μετά δεν συμβαίνει τίποτα, μέχρι την άφιξη του Homo sapiens πριν περίπου 40.000-50.000 χρόνια, ο οποίος ”κατακτά” κάθε γωνιά της Γης», είπε ο Ντετρουά. «Με τις ανακαλύψεις επί του πεδίου –τα απολιθώματα– και στο εργαστήριο, για παράδειγμα μέσω της γενετικής, σήμερα ξέρουμε ότι η ιστορία της εξέλιξης δεν είναι γραμμική, ήταν πολύ πιο περίπλοκη, με πολλά ξεχωριστά είδη που ζούσαν ταυτόχρονα με τον Homo sapiens, διασταυρώνονταν μεταξύ τους, εξαφανίζονταν και τα λοιπά. Ο Homo sapiens εννοείται πως δεν ήταν μόνος του στη Γη», κατέληξε ο Ντετρουά, ο συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature.
Πρόκειται για «μια αξιοσημείωτη ανακάλυψη» η οποία «αναμφίβολα θα προκαλέσει πολλές επιστημονικές συζητήσεις», εκτίμησε ο Μάθιου Τότσερι του Πανεπιστημίου Λέικχεντ του Καναδά, σχολιάζοντας το άρθρο στο περιοδικό Nature.
Ο Ντετρουά αναμένει ότι ορισμένοι συνάδελφοί του «θα αναρωτηθούν κατά πόσο είναι θεμιτό να περιγράφεις ένα νέο είδος με βάση τόσο λίγα απολιθώματα». Και πρόσθεσε χαριτολογώντας: «Αν στο μέλλον, οι συνάδελφοι αποδείξουν ότι έκανα λάθος και ότι αυτά τα λείψανα αντιστοιχούν σε κάποιο είδος που ήδη γνωρίζαμε, τόσο το χειρότερο, δεν είναι κάτι σοβαρό, θα ξεχαστεί...».
Περνώντας βαθύτερα στο παρελθόν της Ασίας
Πριν από δεκαετίες, η ιστορία της Ασίας φαινόταν πολύ πιο απλή. Οι παλαιανθρωπολόγοι γνώριζαν ότι οι ανθρωπίδες, όπως ο Homo Erectus, ζούσαν πάνω σε τμήματα της σημερινής Ινδονησίας πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, εκμεταλλευόμενοι τις φυσικές βραχώδεις «γέφυρες» για να μετακινούνται. Ωστόσο, η παρουσία ανθρωπίνων μακρύτερα προς τα ανατολικά, θεωρήθηκε ότι ήταν αδύνατη, λόγω των ωκεάνιων ρευμάτων που είναι αδιάβατα χωρίς βάρκες.
Ειδικά το Λούζον φαινόταν ιδιαίτερα δύσκολος προορισμός για τους ανθρωπίνες, καθώς ποτέ δεν είχε συνδεθεί με την ηπειρωτική χώρα με χερσαίες «γέφυρες», έτσι οι αρχαιολόγοι και οι παλαιοανθρωπολόγοι πίστευαν ότι η ανασκαφή σε παλαιότερα στρώματα εδάφους δεν θα απέδιδε πολλά. Αλλά όταν ο καθηγητής Mijares ανέσκαψε για πρώτη φορά το σπήλαιο Callao το 2003, ανακάλυψε 25.000 ετών αποδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας, όμως δεν έσκαψε βαθύτερα από ό,τι περίπου 1,2 μέτρα.
«Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι της Νοτιοανατολικής Ασίας θα σκάψουν τα σπήλαια έως και δύο μέτρα και θα σταματήσουν»
δηλώνει στο National Geographic ο αρχαιολόγος - παλαιοανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου των Φιλιππίνων.
Όλα αυτά όμως άλλαξαν το 2004, όταν οι ερευνητές αποκάλυψαν τον Homo floresiensis, έναν ανθρωπίνο γνωστό και ως «χόμπιτ», που κατοικούσε στο ινδονησιακό νησί Φλόρες πριν από 50.000 χρόνια. Αυτό έκανε τον Mijares να επιστρέψει στο σπήλαιο Callao το 2007 για να σκάψει βαθύτερα.
Η επιστημονική ομάδα ανέσκαψε πάνω από 1,5 μέτρα αργίλου, κάτω από εκεί όπου σταμάτησαν να σκάβουν το 2003, χωρίς να υπάρχουν απολιθώματα. Στη συνέχεια, βρήκαν ένα στρώμα αμμοχάλικου που σχηματίστηκε από διάφορα πετρώματα και υλικά, το οποίο περιείχε και θραύσματα οστών. Αρχικά, τα κόκαλα φαίνονταν να προέρχονται μόνο από ζώα όπως ελάφια και χοίρους. Αλλά μετά από μια προσεκτικότερη έρευνα, ένα κομμάτι ξεχώρισε: Ένα σχεδόν πλήρες οστό ποδιού, που έμοιαζε ανθρώπινο.
Το 2010, ο Mijares και οι συνάδελφοί του αποκάλυψαν απολιθώματα 67.000 ετών, τα οποία πρότειναν ότι ανήκουν σε έναν μικρόσωμο κλάδο του Homo sapiens, καθιστώντας τα ίσως το παλαιότερο σημάδι του είδους μας, οπουδήποτε στις Φιλιππίνες, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά ο Mijares υποψιαζόταν ότι θα μπορούσε πράγματι να ανήκει σε ένα νέο είδος, ίσως ακόμη και ένα ανάλογο του Homo floresiensis. Η ομάδα χρειαζόταν περισσότερα απολιθώματα για να είναι σίγουρη.
Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές στο σπήλαιο Callao το 2011 και το 2015 αποκάλυψαν δύο ακόμα οστά, μαζί με επτά δόντια, δύο δακτυλικά οστά και μέρος ενός μηριαίου οστού. Συνολικά, τα υπολείμματα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τρία άτομα.
Τα μικρά αυτά απολιθώματα αποκάλυψαν ένα απροσδόκητο μίγμα πιο αρχαίων και πιο προηγμένων χαρακτηριστικών. Τα μικρά μεγέθη των δοντιών και τα σχετικά απλά σχήματά τους, για παράδειγμα, παραπέμπουν σε ένα πιο «σύγχρονο» άτομο, αλλά ο άνω προγόμφιος έχει τρεις ρίζες, ένα χαρακτηριστικό που συναντάμε σε λιγότερο από το 3% των σύγχρονων ανθρώπων. Ενώ, ένα οστό ποδιού μοιάζει με εκείνο των αυστραλοπίθηκων, μια ομάδα που περιλαμβάνει τη διάσημη «Λούσυ», η οποία διέσχισε την Αφρική πριν από περίπου τρία εκατομμύρια χρόνια. Πρόκειται για έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών που οι επιστήμονες δεν είχαν ξαναδεί.
Παρά το ότι προς το παρόν διατυπώνονται επιφυλάξεις από ορισμένους επιστήμονες για το αν πρόκειται όντως για κάποιο νέο είδος, ωστόσο όλοι συμφωνούν ότι η ανακάλυψη είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο: Ότι αυτός ο «Φιλιππινέζος» αρχαίος ανθρωπίνος είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιούσε εργαλεία. Ειδικότερα, ένα οστό ελαφιού που βρέθηκε στα ίδια ιζήματα με τα ανθρώπινα οστά μοιάζει με τα γνωστά λίθινα εργαλεία. Για ορισμένους επιστήμονες αυτό το κόκαλο αποτελεί ένδειξη ότι ο Homo luzonensis ήταν ικανός κατασκευαστής εργαλείων και κυνηγός.
Μια εντυπωσιακή διασπορά
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ο Homo luzonensis ή ένα άλλος ανθρωπίνος, έζησε στο Λουζόν ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. Το 2018, ο Mijares και οι συνάδελφοί του ανακοίνωσαν την ανακάλυψη εργαλείων πέτρας και σκελετού σφαγμένου ρινόκερου ηλικίας άνω των 700.000 ετών, που δεν βρέθηκαν πολύ μακριά από το σπήλαιο Callao. Λόγω του χρονικού διαστήματος μεταξύ των υπολειμμάτων και της θέσης του εργαλείου, ωστόσο, είναι δύσκολο να πούμε αν οι χρήστες των πέτρινων εργαλείων ήταν προκάτοχοι του H. luzonensis ή αρχαιότερων «συγγενών» του.
Ένα άλλο σημαντικό μυστήριο είναι το πώς οι πρόγονοι του Homo luzonensis έφτασαν στις Φιλιππίνες. Το 2016, οι ερευνητές αποκάλυψαν εργαλεία πέτρας στο νησί Sulawesi της Ινδονησίας που χρονολογούνται μεταξύ 118.000 και 194.000 ετών, τουλάχιστον 60.000 χρόνια παλαιότερα από την γνωστή ανθρώπινη παρουσία στο νησί. Σε συνδυασμό με τις ανακαλύψεις στα νησιά Φλόρες και Λουζόν, υποδηλώνεται ότι η διασπορά ανθρωπίνων σε όλη την περιοχή δεν ήταν απαραίτητα τόσο σπάνια και τυχαία όπως πίστευαν οι ερευνητές. Ωστόσο, για τους τρόπους αυτής της διασποράς, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από το κολύμπι ή ένα υποτυπώδες σκάφος, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν.
Ένα πράγμα όμως παραμένει σαφές: Η Νοτιοανατολική Ασία πιθανότατα φιλοξενεί περισσότερα ανθρωποειδή από ό,τι υποδηλώνουν τα σημερινά απολιθώματα.
planitikos