Το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς, με ανάρτησή του, παρακαλεί θερμά αν κάποιος γνωρίζει τον δημιουργό του παρακάτω ποιήματος
να ενημερώσει σχετικά εδω.
Αναλυτικά η ανάρτηση
Παρακαλούμε θερμά αν κάποιος γνωρίζει τον δημιουργό του παρακάτω ποιήματος να μας ενημερώσει.
Πατέρα, ας παίρω ‘σε και παμ’ ‘ς ‘σον τόπον π’ εγεννέθες. Να ελέπ’ ς τ’ οσπίτι ‘σ, το κεπί σ’ και το χωρίον όλεν.
Να παμ’ ς ‘σα παρχάρια’ σουν και ‘ς ‘σα πεγαδομάτια. Να λέεις με π’ έπαιζες μικρός και που τρανός εγάπ’ νες.
Πουλόπο μ’ δέβα μοναχός κι εμέναν ξάϊ μη λες α’. Η κάρδια μ’ άλλο κι κρατεί τ’ εμόν να ελέπω ξένον.
Η εκκλησία μ’ έν αλών, αχούριν το σχολείο μ’, έρ’ μα τ’ οσπίτια ελέπ’ ατα, ‘ς ‘σα βρούλας φουντωμένα.
Μονάχον ‘ς ‘σα ταφία ‘μουν φυτρών’ νε μανουσάκια, ατού να πας αντίς εμέν ν’ αφτύντ’ς έναν κερόπον.
Ναι λοιπόν υπήρξε μια αποτρόπαια γενοκτονία. Τέτοια, που πέτρωσε τις καρδιές όσων την έζησαν μικρά παιδιά και που όταν έφτιαξαν τα καινούρια σπιτικά τους στην Ελλάδα, μετά από μύριες ταλαιπωρίες και έγιναν πατεράδες και μανάδες, παππούδες και γιαγιάδες, δεν μπόρεσε η νοσταλγία να νικήσει τον βαθύ πόνο που στάλαξε στις ψυχές τους. Κι όταν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, γόνοι της δεύτερης και τρίτης γενιάς, γαλουχημένοι και αυτοί στα νάματα της ποντιακής ιδέας, τους πρότειναν ένα ταξίδι–προσκύνημα στον γενέθλιο τόπο, δεν άντεχαν το ξαναζωντάνεμα της ολέθριας εμπειρίας.