Η ιστορία του Γιώργου Καζαντζή ξεκινά ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου συνεχίζεται και σήμερα: στο παλιό του παιδικό δωμάτιο, με θέα στην οδό Κομνηνών της Καλαμαριάς. Το δωμάτιο βέβαια έχει σήμερα μεταλλαχθεί, αποτελώντας τον δικό του προσωπικό χώρο δημιουργίας. Εκεί, στον αριθμό «2» του ήσυχου δρόμου, συναντάς πια το μουσικό του στούντιο Polytropon.
Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του, γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, και συγκεκριμένα Καλαμαριώτης, το όνομά του βρίσκεται αυτές τις μέρες με νέα αφορμή στο προσκήνιο, καθώς έχει γίνει πλέον οικείο σε ακόμα ευρύτερο κοινό, μέσα από την μοναδική μουσική του τραγουδιού του που ντύνει μελωδικά την σειρά «Άγριες Μέλισσες», η οποία έχει καταλάβει τα βράδια της ελληνικής τηλεόρασης.
Ο συνθέτης μετρά σήμερα 34 χρόνια δισκογραφίας, με 18 προσωπικούς δίσκους, τον 19ο στα σκαριά, αλλά και 70-80 συμμετοχές σε άλλα δισκογραφικά έργα. Έχει πλάσει τραγούδια, συνθέσει ορχηστική μουσική. Έχει ντύσει μουσικά θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο και ντοκιμαντέρ. Έχει συνεργαστεί με μουσικούς που άφησαν το σημάδι τους στην ελληνική σκηνή των τελευταίων δεκαετιών, την ώρα που άφηνε και ο ίδιος το δικό του ανεξίτηλο αποτύπωμα. Έχει υπάρξει Καλλιτεχνικός Διευθυντής, αρχικά του Πολιτιστικού Οργανισμού και αργότερα του Τμήματος Πολιτισμού του Δήμου Καλαμαριάς. Η πορεία του ίσως ανορθόδοξη, αν αναλογιστεί κανείς τις επιλογές του. Η πρώτη, να μείνει στην γενέτειρα πόλη του, την Θεσσαλονίκη, και η δεύτερη να μην επιδιώξει να βιοποριστεί από την τέχνη του, αλλά από την ιδιότητά του ως τοπογράφος μηχανικός. Επιλογές που μάλλον τελικά τον δικαιώνουν, αν κρίνει κανείς από την ανεμπόδιστή ροπή του για δημιουργία μέχρι σήμερα, αλλά και το αυθεντικό του χαρακτήρα του που βγαίνει απρόσκοπτα προς τα έξω.
Ήταν στο στούντιό του στη Θεσσαλονίκη, στο αλλοτινό του σημείο αφετηρίας, που μου αφηγήθηκε το πώς γεννήθηκαν και πορεύτηκαν όλα, από την αγάπη του για την μουσική και τον δρόμο του προς την σημερινή του καλλιτεχνική υπόσταση, μέχρι την συνεργασία του με πρόσωπα όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Κική Δημουλά και φυσικά η Φωτεινή Βελεσιώτου, και το πώς γεννήθηκαν αλήθεια οι «Μέλισσες».
Κάθεται στην κονσόλα μίξης ήχου, δίπλα στο παράθυρο με την ίδια θέα που βλέπει από παιδί, στον ίδιο δρόμο, στην ίδια γειτονιά. Η μονοκατοικία όπου βρίσκουμε τον χώρο εργασίας του είναι το πατρικό του σπίτι, το οποίο από το 1994 επέλεξε να θέσει ως δημιουργική του βάση. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Καζαντζής, έκανε αυτή την επιλογή γιατί, «Έχει όλα τα καλά, τις αναμνήσεις, κάτι με το οποίο ο δημιουργός παίζει κάθε ώρα και στιγμή. Είναι πηγή συναισθημάτων. Το ότι βλέπω το ίδιο περιβάλλον έξω από αυτό το παράθυρο που έβλεπα παιδάκι 9 χρονών, είναι πολύ σημαντικό. Το ότι βλέπω εδώ την γωνία που διάβαζα και προετοιμαζόμουν για το πανεπιστήμιο, όλα αυτά παίζουν ρόλο. Και η αύρα του χώρου».
Ποια ήταν η πορεία που τον οδήγησε στην μουσική; «Από τότε που άρχισα να γνωρίζω τον εαυτό μου και τη ζωή και το περιβάλλον, είχα δημιουργικές τάσεις», αναφέρει. «Η πρώτη μου δημιουργική τάση εκφραζόταν με στιχάκια, γιατί εγώ μεγάλος ξεκίνησα οργανωμένα την μουσική. Θυμάμαι 7,5 χρονών είχα κάνει τα πρώτα μου στιχάκια, τα οποία μάλιστα όταν ήμουν σε ηλικία 8 χρονών, δημοσιεύτηκαν σε ένα περιοδικό της εποχής και μου έδωσαν μεγάλη χαρά. Είχα τάση για δημιουργία, μέχρι και τώρα, το ίδιο πάθος, την ίδια έφεση του ότι υλοποιείς το χνάρι σου, την ύπαρξή σου μέσα στο γίγνεσθαι. Οριοθετείς την πορεία σου μέσα στην εξέλιξη της ζωής. Μια αίσθηση που ποτέ δεν κάθισα να την ψάξω βαθύτερα, υπάρχει όμως, με συνοδεύει μέχρι τώρα, αυτή η ανάγκη για δημιουργία. Δεν είναι πάντα το ίδιο πυκνή αλλά υπάρχει», σημειώνει.
Τα ενθύμια που οδηγούν πίσω στα πρώτα εκείνα χρόνια, πολλά και διάσπαρτα στον χώρο, είτε υλικά ή νοερά. Κάνει νεύμα στην γωνία του δωματίου, λέγοντας, «Το πιάνο μου εκεί, είναι το εφηβικό μου πιάνο, γιατί πιάνο μού πήραν οι γονείς με μια ευτυχή οικονομική συγκυρία στα 19 μου, στο πρώτο έτος του Πολυτεχνείου. Τότε πήγαινα και έπαιζα όπου έβρισκα εδώ στην Καλαμαριά, σε ένα πιάνο στο ορφανοτροφείο του Αριστοτέλη, που λείπανε και τέσσερα πέντε πλήκτρα και μας κυνηγούσε κι ο φύλακας όποτε μας έβρισκε. Με εκείνο είχα μάθει όμως και όταν πήραν το πιάνο, στεκόταν ο πατέρας μου σε εκείνη την πόρτα κι εγώ το είχα εδώ, και με το που το φέρανε, άρχισα να παίζω, και λέει ο πατέρας μου στη μάνα μου, “Βούλα, κοίτα, αλήθεια έλεγε ο Γιώργος ότι παίζει”. Με στήριξαν. Όσο μπορούσαν κι όσο ξέρανε, με στήριξαν. Βέβαια όταν ζητούσα μετά μανίας, όταν ήμουν 9 χρονών, από τη μάνα μου να με πάει στο Ωδείο, έλεγε “Πού να σε πάω στο Ωδείο, εδώ η Καλαμαριά δεν έχει, πρέπει να σε πάω στη Μαρτίου”. Η Μαρτίου τότε δεν ήταν όπως είναι τώρα με τα αυτοκίνητα, έπρεπε να πάρεις συγκοινωνία, κάτω πάνω, να πάει, να περιμένει, πού; Ήταν και τα χρήματα».
Όπως αναφέρει, «Εγώ ξεκίνησα γύρω στα 9-10, να κατασκευάζω κιθάρες μόνος μου και να παίζω, γιατί είχα την τάση για μουσική, αλλά οι γονείς μου δεν είχαν την ίδια αισθητική, αν και άκουγαν πάρα πολλή μουσική, αγαπούσαν την μουσική. Δεν υπήρχε και Ωδείο στην Καλαμαριά, εγώ είχα ανάγκη να εκφραστώ κι έφτιαχνα μόνος μου κιθάρες. Δεκατριών χρονών μου πήρε ο αδελφός μου με τον πρώτο του μισθό την πρώτη μου κιθάρα και μετά άρχισα πλέον να μπαίνω πιο βαθιά στη μουσική. Παρόλα αυτά όμως, οι σπουδές μου ήταν πενιχρές μέχρι αυτή την ηλικία, και αρκετά μετά, διότι προσπαθούσα με ανθρώπους που ήταν εδώ στην Καλαμαριά, που ήξεραν, να κάνω ιδιαίτερα, προχωρούσα στην τεχνική, άρχισα να παίζω τραγούδια. Δεκαεφτά χρονών άρχισα να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια και να αναζητώ πλέον ευρύτερα να μπω μέσα στην ουσία της μουσικής, δηλαδή να διαβάζω θεωρία, να διαβάζω αρμονία, να αρχίζω να ψιλοενορχηστρώνω. Όμως οι γνώσεις μου ήρθαν, μπορώ να πω, με νταλίκα στην καθημερινότητά μου, όταν ξεκίνησα ιδιαίτερα μαθήματα με τον αείμνηστο Θεόδωρο Μιμίκο. Εκεί πλέον, αυτός ο άνθρωπος με θεώρησε ότι ξεκινάω από το μηδέν. Και μου άρχισε όλα τα μαθήματα, ολφέζ, τρίφωνα και τετράφωνα ντικτέ, θεωρία, αρμονία, ειδικό αρμονίας. Και μετά αρχίσαμε να προχωράμε αντίστοιχα σε οργανολογία. Μαζί του, άνοιξαν οι πύλες της μουσικής, που εγώ είχα ήδη βέβαια μια γνώση και εμπειρία, αλλά εκεί πλέον ολοκληρώθηκε, διανθίστηκε».
Παρόλα αυτά, δεν επέλεξε την μουσική με τον γνώμονα της αποκλειστικής καριέρας. «Εγώ ξεκίνησα τις σπουδές μου, επειδή με ενδιέφερε να βρω κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα» αναφέρει. «Έδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και πέρασα, σπούδασα τοπογράφος μηχανικός. Οι πορείες αυτές ήταν παράλληλες, γιατί ποτέ δεν θέλησα να αποθέσω τον βιοπορισμό μου πάνω στη μουσική, κι αυτό με ωφέλησε. Ήταν μια κατάκτηση, γιατί ποτέ δεν έκανα εκπτώσεις στη μουσική μου. Είχα ένα επάγγελμα, το οποίο με έθρεψε, και βέβαια προς το τέλος, ενώ ήμουν ήδη υπάλληλος στο Δήμο Καλαμαριάς στην Πολεοδομία, 17 χρόνια πριν συνταξιοδοτηθώ, πήγα στον Πολιτισμό. Ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Καλαμαριάς, όπου και ταίριαζα. Αν έχεις μια αγάπη σε έναν χώρο σιγά σιγά… σε φέρνει εκεί».
Πώς αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει το δικό του μουσικό στούντιο; «Η πορεία που έχει κάθε μουσικός, όταν αρχίζεις και ανακαλύπτεις, ή πάρεις μάλλον την μεγάλη απόφαση, όπως την πήρα εγώ μέσα σε αυτόν τον χώρο, ότι πλέον ενδύομαι με τον μανδύα του δημιουργού ως κοσμοκαλόγερος -έχω πάρει τέτοια απόφαση ένα βράδυ εδώ ξαπλωμένος-, και αυτό το υπηρετώ, από τότε που έγινε, άρχισαν πλέον να δημιουργούνται οι ανάγκες. Πρώτα ήταν το πιάνο, το όργανο, και μετά η καταγραφή, κάπου έπρεπε να γράψω», αναφέρει.
«Άρχισα σιγά σιγά, πήρα ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, ένα Yamaha, για να κάνω τα demo μου. Και από εκεί ξεκίνησε η ιδέα του στούντιο, που είχα έναν χώρο εδώ χωρισμένο κι ένα πιάνο, είχα ένα μίνι στουντιάκι. Και έπειτα ήρθε η μεγάλη ιδέα να κάνω έναν χώρο για να κάνω τις πρόβες μου. Αυτή ήταν η ανάγκη. Η ιδέα μετουσιώθηκε στη δημιουργία ενός επαγγελματικού στούντιο, και στην πορεία έγινε και αυτό εδώ σαν δεύτερος χώρος. Το 1994 ξεκίνησε να λειτουργεί σαν στούντιο. Το 1995 έγιναν τα εγκαίνια με την συμμετοχή πολλών φίλων, και δουλεύει ασταμάτητα. Τώρα βέβαια έχει αναλάβει ο γιος μου, ο Θάνος, ο οποίος είναι πολύ καλός ηχολήπτης και πολύ καλός μουσικός, κι έτσι εγώ έχω ξελαφρύνει κι έχω έρθει εδώ πάνω. Ασχολούμαι μόνο με το δημιουργικό κομμάτι».
Έχοντας γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη, επέλεξε να μείνει σε αυτή καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του, τη στιγμή που μεγάλο μέρος δημιουργών πορεύονταν προς την Αθήνα. Του στοίχισε αυτό;
«Μου στοίχισε και μου στοιχίζει ακόμη. Τις δύσκολες εποχές που όλοι οι συνάδελφοι μου φεύγανε Αθήνα, εγώ έμεινα εδώ, και λόγω του ότι είχα μια δουλειά, αλλά πιο σημαντικό ήταν ότι είχα έναν πολύ δυνατό δεσμό με την πόλη μου, τον χώρο μου, αυτόν εδώ τον χώρο, ο οποίος ποτέ δεν με άφησε να φύγω από την Θεσσαλονίκη. Αυτό στο φινάλε με αποζημίωσε. Ως τώρα, που ωρίμασα αρκετά, πιστεύω ότι ο δημιουργός έχει ανάγκη την απομόνωση. Η απομόνωση δεν είναι οι τέσσερις τοίχοι. Η απομόνωση είναι ότι, όταν είσαι στη Θεσσαλονίκη, διάφοροι φίλοι, συνεργάτες, λίγο σε ξεχνάνε. Και έτσι, σε αφήνουν πιο ήσυχο. Γιατί εγώ έχω ανάγκη να συνομιλήσω με τον εαυτό μου, να μην χτυπήσει το τηλέφωνο, να φύγω στις σκέψεις μου και τις αναζητήσεις μου, και σε όλα αυτά τα ταξίδια, όταν γυρίσω, πιθανόν να έρθω προικισμένος με ιδέες, με θέματα, οι οποίες να μετουσιωθούν σε μουσική. Αυτό στη Θεσσαλονίκη, γενικά στην επαρχία, μπορείς να το κάνεις πιο εύκολα, παρά όταν είσαι στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο άλλος είναι δίπλα σου. Είναι θέμα μισής ώρας να βρεθείς σε ένα μπαράκι να πιεις ένα ποτό, να πιεις δυο κουβέντες, από τον άνθρωπο που θα του γράψεις τη μουσική για μια ταινία, για ένα θέατρο. Όλα αυτά είναι μεν στοιχεία που μπορούν να σε βοηθήσουν στις δημόσιες σχέσεις σου, στην προώθηση της δουλειάς σου, στο να πάρεις δουλειές, αλλά σε αυτό καθαυτό το κομμάτι της δημιουργίας δεν βοηθάει. Εγώ νομίζω ότι είμαι τυχερός. Με μακαρίζουν πολλοί συνάδελφοί μου από την Αθήνα γιατί μπορώ και είμαι απομονωμένος εδώ».
Στον αντίποδα, ποιες ήταν οι ευκαιρίες ή δημιουργικές συνθήκες που θα μπορούσαν να υπάρξουν μονάχα στη Θεσσαλονίκη;
«Από δημιουργικές συνθήκες είναι μόνο αυτή η απομόνωση. Από εκεί και πέρα, κάποτε υπήρχαν χώροι στη Θεσσαλονίκη, τώρα έχουν ελαττωθεί πολύ. Στη Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζεσαι και ως προφήτης στον τόπο σου. Δηλαδή υπάρχουν πολλοί φορείς που μου έχουν κλείσει την πόρτα. Και οι Αθηναίοι απορούν γι’ αυτό. Δεν έχεις πολλές ευκαιρίες στην Θεσσαλονίκη, αν και θα έπρεπε να έχεις, διότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με πλούσια παράδοση, με ιστορία στον πολιτισμό, και θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, πόσο μάλλον για τους νεότερους».
Όπως σημειώνει άλλωστε, για το αν μπορεί να βιοποριστεί ένας καλλιτέχνης από την μουσική, «αν δεν είχα τον μισθό από την ιδιότητά μου σαν μηχανικός και τώρα σαν συνταξιούχος μηχανικός, δεν θα μπορούσα να ζήσω». Πόσο εύκολο ήταν όμως να κάνει σύνθεση μουσικής, παράλληλα με ένα επάγγελμα για τον βιοπορισμό του;
«Δεν μπορώ να αποτιμήσω το φινάλε, αν ήταν εύκολο ή δύσκολο. Μπορεί να ήταν κουραστικό. Αλλά επειδή υπήρχε αυτή η αγάπη και αυτή η τάση για δημιουργία, την σωματική κούραση την έβαζα στην άκρη. Ήταν κουραστικό, αλλά για μένα η χαρά της δημιουργίας τα σκέπαζε όλα. Και η ίδια η ενασχόλησή μου με την μουσική είχε -και έχει- πάρα πολλά προβλήματα και δυσκολίες. Αλλά είναι αυτή η χαρά της δημιουργίας και η χαρά του ότι μέσα από τη μουσική σου επικοινωνείς με κάτι πολύ βαθύ στην ψυχή του άλλου και το βλέπεις στα μάτια του, την αγάπη του, το πόσο ευαισθητοποιείται μέσα από το δικό σου το δημιούργημα. Και δημιουργείται ένας δεσμός επικοινωνίας, ο οποίος είναι λυτρωτικός. Νομίζω ότι έχει πολλά σημαντικά υπαρξιακά μηνύματα αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο, θετικά».
Στην δισκογραφία του κυριαρχεί και η ορχηστρική μουσική και το τραγούδι. Τι βρίσκεται στο επίκεντρο της μουσικής του ταυτότητας, ο κοινός παρονομαστής σε κάθε του σύνθεση;
«Και το τραγούδι το βλέπω μέσα από μια μουσική οπτική. Δηλαδή κάνω πολύ εύκολα μελωδίες χωρίς στίχο. Αυτό με οδήγησε στο να κάνω ορχηστρική μουσική. Αγαπώ όμως και τα δύο είδη. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι υπέρ του ενός. Απλά η δομή του τραγουδιού είναι κουπλέ ρεφρέν, δύο θέματα. Όταν όμως η ανάγκες της έκφρασής μου φτάνουν σε ένα ευρύτερο πεδίο, που δεν μου αρκεί ένα κουπλέ και ένα ρεφρέν, θέλω κι ένα τρίτο θέμα, θέλω κι ένα επεισόδιο, θέλω κι ένα αυτοσχεδιαστικό σημείο, ευρύ, όχι όπως γίνεται μέσα σε ένα τραγούδι, θέλω και μια παραλλαγή του πρώτου θέματος, και του δεύτερου, τέτοια παιχνίδια μορφολογικά, τότε πλέον βγαίνω στο πεδίο της οργανικής μουσικής και εκφράζομαι ευρύτερα. Γιατί το τραγούδι έχει έναν περιορισμό, όσο κι αν είναι ποιοτικός ο στίχος του, και ανοίγεται σε πολύ δευτεροφανή και τριτοφανή επίπεδα. Είναι οι λέξεις συγκεκριμένες. Η μουσική δεν έχει κανέναν περιορισμό. Όταν θέλεις να πετάξεις τα χαλινάρια από πάνω σου, να πλανηθείς σε ένα ευρύτερο πεδίο, τότε μπαίνεις στο κομμάτι το ορχηστρικό. Αυτός είναι ο λόγος που μπαίνω και στα δύο είδη, γιατί τα προσεγγίζω μέσα από την μουσική τους φύση. Βέβαια, πού και πού, έχω γράψει και μερικούς στίχους, γιατί ήθελα να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο μέσα από μία μελωδία που έκανα, και τίποτα άλλο. Έχω πολύ καιρό να γράψω στίχο και δεν με δονεί η ιδέα. Υπάρχουν πάρα πολλοί καλοί στιχουργοί, που μπορούν να μου δώσουν στίχους ή να τους δώσω εγώ μουσική και να την ντύσουν με στίχους».
Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τι τον εμπνέει στην σύνθεση για την εκάστοτε «πλατφόρμα» και πώς προσεγγίζει το κάθε είδος;
«Όταν είναι για θέατρο, παρακολουθώ τις πρόβες, εκτός του ότι έχω διαβάσει το κείμενο και μπαίνω σε μια ατμόσφαιρα που προσεγγίζει το επιθυμητό, αλλά οι πρόβες με βοηθούν πάρα πολύ. Βλέπω να χτίζεται το έργο με τα χρώματα της φωνής των ηθοποιών, ανάλογα με τα συναισθήματα, καμία φορά ηχογραφώ και έρχομαι εδώ και τα ντύνω με μουσικές ατμόσφαιρες αντίστοιχες. Αυτό κάνω όταν είναι θέατρο. Όταν πρόκειται περί κινηματογράφου ή τηλεόρασης, εκεί παθιάζομαι ακόμα πιο πολύ, γιατί το πρόγραμμα που δουλεύω, έχει ένα κανάλι με τα audio tracks κι ένα κανάλι βίντεο. Κάτω από το βίντεο κάνω τη μουσική μου, κι αυτό είναι μεγαλειώδες. Στον χώρο αυτόν να φτιάχνεις όλη αυτή την αίσθηση που θα ταξιδέψει μαζί της πάρα πολύς κόσμος. Κι αυτό έγινε και πρόσφατα στις «Άγριες Μέλισσες». Αυτό με συγκλονίζει πραγματικά. Και μπορώ να πω ότι δεν έχω τις προτάσεις που θα ήθελα, θα μπορούσα να ασχοληθώ μόνο με μουσική για κινηματογράφο. Μου αρέσει πάρα πολύ». Όπως σημειώνει, «Αν είναι μια δουλειά η οποία με συγκινεί, σίγουρα είναι πηγή έμπνευσης, δεν είναι παραγγελία… Αν είναι κάτι που με βάζει στον κόσμο του».
Μιλώντας για τις «Άγριες Μέλισσες», φτάνουμε στο όνομα Φωτεινή Βελεσιώτου. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία που γέννησε το τραγούδι που όλοι (ξαν)αγαπήσαμε τον τελευταίο καιρό;
«Εγώ θα ξεκινήσω από την Ελένη Φωτάκη, στην οποία με γνώρισε ο Γιάννης Χαρούλης, είχαμε κάνει τον «Χειμωνανθό», και γνωριστήκαμε, είχαμε επικοινωνία. Κάποια στιγμή, ήμουν εδώ ακριβώς, με παίρνει τηλέφωνο, μου στέλνει έναν στίχο, υπέροχο, και αυτός ο στίχος με οδήγησε σε μια ατμόσφαιρα που είχα κρατημένη, κρατάω κάβα εγώ από ιδέες, σε ένα θέμα, το οποίο είναι και η εισαγωγή των «Μελισσών». Και μέχρι το απόγευμα το είχα κάνει το τραγούδι και της το έστειλα. Της άρεσε της Ελένης, κι έκανα ένα δοκιμαστικό κι έψαχνα να δω ποιος θα το τραγουδήσει. Ένα βράδυ ήμουν στο Καφωδείο Ελληνικό, κι ήταν ο φίλος μου ο Ευγένιος Δερμιτάσογλου, που ανέβασε την Φωτεινή από το κοινό και τραγούδησε τραγούδι του Τσιτσάνη. Κι ακούω τη Φωτεινή κι έχω μείνει, σαν να την είχα μέσα στα αυτιά μου, μέσα στο κομμάτι. Την πλησιάζω και λέω, μπορείς να έρθεις αύριο από το στούντιο, έχω κάτι να σου δώσω. Ναι, βεβαίως, λέει. Ήρθε η Φωτεινή εδώ. Της βάζω το τραγούδι και μου λέει ακριβώς ότι είπε και η Μπέλλου στον Σαββόπουλο, “τι με βάζεις να τραγουδήσω εμένα ροκ τώρα, άσε με στο ρεμπέτικο”. Της λέω θα το πεις και θα το πεις και πάρα πολύ καλά. Της έδωσα ένα CD, ήρθε σε μια εβδομάδα. Είχε πολυρρυθμία το τραγούδι, παρόλα αυτά το έμαθε, το έγραψε, το γράψαμε δηλαδή demo, και μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε και συναυλίες πριν δημοσιοποιηθεί. Και την πρώτη φορά που το παίξαμε, αυτό έγινε το 2006, στα μισά του 2006, κάπου εκεί, την πρώτη φορά που το παίξαμε στη Βάρδια, έγινε πανικός. Μας το ζήτησαν και δεύτερη και τρίτη φορά το τραγούδι. Κι εκεί καταλάβαμε την δυναμική που έχει. Αυτό το τραγούδι ήταν σε ένα πολυσυμμετοχικό που είχα κάνει εγώ, στον δίσκο «Ίσαλος γραμμή», τραγούδησαν πολλοί τραγουδιστές. Και μετά κάναμε έναν προσωπικό δίσκο με την Φωτεινή, «Τα Παιδιά της Άλλης Όχθης», που είχαμε βάλει και τις «Μέλισσες» μέσα. Από εκεί ξεκίνησε η γνωριμία μας και η συνεργασία μας. Τώρα την καμαρώνω κι εγώ που κάνει καριέρα σόλο».
Σήμερα, το τραγούδι και το όνομα του Γιώργου Καζαντζή έχουν έρθει με μια ακόμη αφορμή στο προσκήνιο, με την παρουσία του μουσικού κομματιού στις «Άγριες Μέλισσες», ενώ ο συνθέτης έχει γράψει και δεκάδες θέματα-παραλλαγές του, που παίζονται στις σκηνές της σειράς.
Όπως σημειώνει, «Έχω γράψει, εκτός από το τραγούδι αυτό, που το έκανα κάποιες προσαρμογές και τους το έστειλα, έχω γράψει και γύρω στα 50 θέματα μέσα, σχετικά όλα όμως με τις «Μέλισσες», παραλλαγές των «Μελισσών». Για μένα η ιδέα μάλλον προέκυψε στην πορεία, γιατί ταίριαζε πάρα πολύ και η ατμόσφαιρα και ο στίχος. Μου τηλεφώνησαν έναν μήνα πριν βγει στον αέρα το πρώτο επεισόδιο, από τον Αnt1. Μου είπαν ότι θέλουν το τραγούδι για το τρέιλερ και για το έργο. Και μετά μίλησα με τον παραγωγό, κι άρχισα να δουλεύω τα θέματα, τις παραλλαγές. Πήρα μουσικούς, γράψανε, πήρα την κόρη μου έγραψε τσέλο, την βασική μελωδία, και τον Κυριάκο Γκουβέντα στο βιολί. Και όταν έκλεισε η δουλειά, ήδη ήμουν έτοιμος, οπότε μιλώντας με τον σκηνοθέτη, μου είπε να του στείλω θέματα, και σε δυο-τρεις μέρες του τα είχα στείλει όλα αυτά. Η ιδέα ήταν ήδη έτοιμη. Απλά βλέποντας τα πλάνα μπήκα στην ατμόσφαιρα και σε κάποιες παραλλαγές άλλαξα τις ταχύτητες, έβαλα ένα συμφωνικό σύνολο να παίξει κάποια έγχορδα και έβαλα ένα σόλο τσέλο να παίξει την βασική μελωδία. Ταίριαζε πάρα πολύ ατμοσφαιρικά». Όπως αναφέρει, «Την παρακολουθώ την σειρά, είναι καλοδουλεμένη. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία με τον Λευτέρη Χαρίτο, τον σκηνοθέτη, ήταν πάρα πολύ συνεργάσιμος, πολύ ωραίος, Θεσσαλονικιός. Υπάρχουν πολύ καλοί ηθοποιοί, ηθοποιοί θεάτρου, και νομίζω ότι θα πάει καλά η σειρά. Πάει ήδη καλά».
Διαβάστε τη συνέχεια της όμορφης συνέντευξης στο parallaximag όπου και παραχωρήθηκε από τον συνθέτη