Διατροφικές συνήθειες που προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις εξακολουθούν να έχουν οι Έλληνες παρά τις συστάσεις των ειδικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κορεσμένα λιπαρά πρέπει να μειωθούν κατά 30% στον υγιή γενικό πληθυσμό και κατά περίπου 50% στα άτομα υψηλού κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως οι υπερχοληστερολαιμικοί και οι διαβητικοί ασθενείς και τρόφιμα που συνεισφέρουν στην υψηλή πρόσληψη είναι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης.
Αντίθετα, η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων θεωρείται χαμηλή καθώς τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν ευεργετικές ιδιότητες και καλές πηγές πρόσληψής τους είναι οι ξηροί ανάλατοι καρποί και οι σπόροι, καθώς και τα λιπαρά ψάρια όπως η σαρδέλα, ο σολομός και το σκουμπρί. Η πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων είναι περίπου 5% επί της ενέργειας, όταν συστήνεται πρόσληψη 6-10%. Η πρόσληψη φυτικών ινών είναι περίπου 25 γραμμάρια την ημέρα όταν οι συνιστώμενες ημερήσιες προσλήψεις είναι 25-35 γραμμάρια, ενώ το 60% του πληθυσμού προσλαμβάνει ποσότητες κάτω από την κατώτατη συνιστώμενη πρόσληψη.
Τα ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειές μας ανακοίνωσε σήμερα το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μετά από “Πανελλαδική Μελέτη Διατροφής και Υγείας” που σύμφωνα με το ΑΠΕ, διεξήχθη σε δείγμα 4.600 ατόμων, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού.
Η μελέτη διεξήχθη από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου, Αντώνη Ζαμπέλα και τα παραπάνω στοιχεία παρουσίασε σε ειδική ημερίδα η επιστημονική συνεργάτης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Δρ. Εμμανουέλλα Μαγριπλή.
Οι ελλείψεις μας σε βιταμίνες
Η κα Μητσοπούλου, επίσης από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, παρουσίασε τα στοιχεία που αφορούν στις προσλήψεις βιταμινών και ανόργανων στοιχείων. Η μελέτη υπέδειξε ότι υπάρχει χαμηλή πρόσληψη των λιποδιαλυτών βιταμινών Α, Ε και Κ αλλά ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα υπάρχει με τη βιταμίνη D, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγα τρόφιμα που είναι καλές πηγές της.
Στις υδατοδιαλυτές βιταμίνες του συμπλέγματος Β η πρόσληψη είναι ικανοποιητική, όμως χαμηλές είναι οι προσλήψεις του φυλλικού οξέος. Όπως αναφέρθηκε, στις ΗΠΑ υπάρχει ήδη νομοθεσία που κάνει υποχρεωτικό τον εμπλουτισμό των αλεύρων με φυλλικό οξύ. Από τα ανόργανα στοιχεία χαμηλή πρόσληψη υπάρχει στο ασβέστιο, στο κάλιο και στο μαγνήσιο, ενώ χαμηλή πρόσληψη παρατηρήθηκε και στον σίδηρο στις γυναίκες σχεδόν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο σίδηρος επίσης είναι ένα σημαντικό στοιχείο διότι λόγω της έμμηνης ρήσης ένα ποσοστό περίπου 10% των γυναικών έχουν ανάγκες υψηλότερες των συστάσεων. Αντίθετα, η πρόσληψη νατρίου ήταν υψηλή κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο υπέρτασης. Η συνολική πρόσληψη είναι ακόμα υψηλότερη γιατί σε αυτά τα ποσά δεν συνυπολογίστηκε η προσθήκη αλατιού κατά το μαγείρεμα ή/και στο τραπέζι.
Αυξάνονται οι καρδιακές παθήσεις, αλλά μειώνονται οι θάνατοι από αυτές
Στο πλαίσιο της ημερίδας, τον επιπολασμό των χρόνιων νοσημάτων ανέπτυξε ο καθηγητής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Δημοσθένης Παναγιωτάκος. Μεταξύ άλλων, ο κος Παναγιωτάκος υπέδειξε ότι ενώ η θνησιμότητα της καρδιαγγειακής νόσου φαίνεται να ακολουθεί πτωτική πορεία τα τελευταία 20 – 30 έτη στην Ελλάδα, η νοσηρότητα και οι συναφείς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου έχουν αύξηση, που σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως δραματική.
Περίπου 5% των ανδρών και 2% των γυναικών έχουν υποστεί κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο, ενώ ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η εμφάνιση της νόσου δεν είναι πια προνόμιο της “τρίτης” ηλικίας, αλλά εμφανίζεται σε άτομα πολύ νεότερων ηλικιών, ακόμα και μικρότερα των 35 ετών. Επίσης, 1 στους 5 έχει αυξημένα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, ενώ λιγότεροι από τους μισούς φαίνεται να μπορούν να διαχειριστούν τις αυξημένες τιμές μέσω της φαρμακευτικής αγωγής. Αυξημένες τιμές λιπιδίων φαίνεται να έχουν περίπου 1 στους 4 Έλληνες, ενώ τα ποσοστά φτάνουν στο 50%+ στα άτομα άνω των 60 ετών.